- ὑόμενον
- ὑόμενονὑ̱όμενον , ὕωrain: pres part mp masc acc sgὑ̱όμενον , ὕωrain: pres part mp neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὑόμενον — ὑ̱όμενον , ὕω rain pres part mp masc acc sg ὑ̱όμενον , ὕω rain pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek